στάλιξ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
[ᾰ], ῐκος, ἡ, (στέλλω) stake to which nets are fastened, Theoc.Ep.3, AP6.109 (Antip.), Plu.Pel.8, Tryph.222, etc.; distinguished from σχαλίς, Opp.C.1.151,157, Poll.5.19,31, 10.141.
German (Pape)
[Seite 929] ικος, ἡ, dor. statt σταλίς; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰθύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.
French (Bailly abrégé)
ικος (ἡ) :
pieu qui retient les filets des chasseurs.
Étymologie: DELG plutôt ἵστημι que στέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάλιξ -ικος, ἡ [~ ἵστημι?] paal (waaraan netten worden vastgemaakt).
Russian (Dvoretsky)
στάλιξ: ικος (ᾰ) ἡ кол, жердь, шест (для укрепления сетей) Theocr., Plut., Sext., Anth.
Greek Monolingual
-ικος, ἡ, Α
1. πάσσαλος, κυρίως αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια
2. (κατά τον Ησύχ.) «στήλη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταλ- του στέλλω (πρβλ. στήλη) είτε, πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι, με υγρό ένθημα -l- και παρέκταση -ι-κ-ς (πρβλ. κλᾴξ < κλāF-ι-κ-ς
βλ. και λ. κλείδα)].
Greek Monotonic
στάλιξ: -ῐκος, ἡ (στᾰλῆναι), πάσαλλος στον οποίο προσδένονται τα δίχτυα, σε Ξεν., Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
στάλιξ: -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, στέλλω) πάσσαλος εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ σχαλίς, Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, Πολυδ. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141.
Frisk Etymological English
-ικος
Grammatical information: f.
Meaning: plug or post for fastening a hunting-net (Theoc., Plu., Opp., Poll. a. o.).
Derivatives: Besides στάλιδας (-ίδας?) τοὺς κάμακας η χάρακας H. (σταλίδων X. Cyn. 2, 8 codd.; σχαλίδων Steph.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Suffixchange as in κλαϊκ-: κληιδ- (s. κλείς) a.o. (Schwyzer 496; cf. also Specht Ursprung 211 a. 233). Further analysis uncertain; both στέλλω and ἵστημι (with λ-suffix) can be considered (WP. 2, 644). As the nearest basis one could posit a zero grade noun *σταλ(ο)-.
Middle Liddell
στάλιξ, ῐκος, [στᾰλῆναι]
a stake to which nets are fastened, Xen., Theocr.
Frisk Etymology German
στάλιξ: -ικος
{stáliks}
Grammar: f.
Meaning: Pflock oder Pfosten zum Festmachen des Jagdnetzes (Theok., Plu., Opp., Poll. u. a.).
Derivative: Daneben στάλιδας (-ίδας?)· τοὺς κάμακας ἢ χάρακας H. (σταλίδων X. Kyn. 2, 8 codd.; σχαλίδων Steph.).
Etymology: Suffixwechsel wie in κλαϊκ-: κληιδ- (s. κλείς) u.a. (Schwyzer 496; vgl. noch Specht Ursprung 211 u. 233). Weitere Analyse unsicher; sowohl στέλλω wie ἵστημι (mit λ-Suffix) kommen in Betracht (WP. 2, 644). Als nächste Grundlage wäre ein schwundstufiges Nomen *σταλ(ο)- anzusetzen
Page 2,776