στρούθινος

Revision as of 23:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

η, ον,    A of στρούθειον, στέφανος Ath.15.679b.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
κατασκευασμένος με στρουθειον («στέφανος στρούθινος», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].