στρούθινος
English (LSJ)
η, ον, A of στρούθειον, στέφανος Ath.15.679b.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
κατασκευασμένος με στρουθειον («στέφανος στρούθινος», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
η, ον, A of στρούθειον, στέφανος Ath.15.679b.
-ίνη, -ον, Α
κατασκευασμένος με στρουθειον («στέφανος στρούθινος», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].