στρούθινος

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρούθινος Medium diacritics: στρούθινος Low diacritics: στρούθινος Capitals: ΣΤΡΟΥΘΙΝΟΣ
Transliteration A: stroúthinos Transliteration B: strouthinos Transliteration C: stroythinos Beta Code: strou/qinos

English (LSJ)

η, ον, of στρούθειον, στέφανος Ath.15.679b.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
κατασκευασμένος με στρουθειον («στέφανος στρούθινος», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].