συναπόδημοι

Revision as of 23:49, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

οἱ,    A those who go abroad together, Arist.Pol.1263a17, OGI196.5 (Philae): sg. of one who accompanies an Emperor, Lat. comes, σ. τοῦ . . αὐτοκράτορος Ephes.3 No.29.

Greek (Liddell-Scott)

συναπόδημοι: οἱ, οἱ συναποδημοῦντες, οἱ ἐν τῇ ξένῃ ὁμοῦ διαμένοντες, αἱ τῶν συναποδημούντων κοινωνίαι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 4931.

Greek Monotonic

συναπόδημοι: οἱ, αυτοί που ζουν μακριά από τον τόπο τους, μετανάστες, σε Αριστ.

Middle Liddell

συν-απόδημοι, οἱ,
those who live abroad together, Arist.