τενθεία

Revision as of 07:49, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A lickerishness, gluttony, Ar.Av.1691, Alciphr.3.24.

German (Pape)

[Seite 1091] ἡ, das Benagen, Naschen, Leckerei; – Naschlust, Ar. Av. 1689; Alciphr 3, 24.

Greek (Liddell-Scott)

τενθεία: ἡ, γαστριμαργία, λαιμαργία, λιχνεία, «λιχουδιά», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1691, Ἀλκίφρων 3. 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de sucer ; gourmandise.
Étymologie: τένθης.

Greek Monolingual

ἡ, Α τενθεύω
γαστριμαργία, λαιμαργία («πολλήν τε τενθείαν λέγεις», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

τενθεία: ἡ, λιχουδιά, λαιμαργία, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τενθεία, ἡ,
lickerishness, gluttony, Ar. [from τένθης