τενθεία
English (LSJ)
ἡ, A lickerishness, gluttony, Ar.Av.1691, Alciphr.3.24.
German (Pape)
[Seite 1091] ἡ, das Benagen, Naschen, Leckerei; – Naschlust, Ar. Av. 1689; Alciphr 3, 24.
Greek (Liddell-Scott)
τενθεία: ἡ, γαστριμαργία, λαιμαργία, λιχνεία, «λιχουδιά», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1691, Ἀλκίφρων 3. 24.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de sucer ; gourmandise.
Étymologie: τένθης.
Greek Monolingual
ἡ, Α τενθεύω
γαστριμαργία, λαιμαργία («πολλήν τε τενθείαν λέγεις», Αριστοφ.).