τενθεύω
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
eat greedily, Poll.6.122, dub. cj. in Lib.Or.62.25.
German (Pape)
[Seite 1091] ein Leckermaul sein, naschen, Liban. – Bei Sp., wie Nicet., auch med.
Greek (Liddell-Scott)
τενθεύω: τρώγω ἀπλήστως, λαιμάργως, Λατ. ligurrire c?tillari, Πολυδ. ϛʹ, 122· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νικήτ. Χρον. 309D, 328C (τὰ Ἀντίγραφα τονθ-).
Greek Monolingual
ΜΑ τένθης
τρώω με λαιμαργία («ἐξωροπότει καὶ ἤσθιε τενθευόμενος», Νικ. Χων.).