συνδιεκκύπτω

Revision as of 07:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A slip out and through together with, τῇ κεφαλῇ Eust.1114.24.

German (Pape)

[Seite 1008] mit od. zugleich durch- u. herausgucken, -schlüpfen, Eust. 1153, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιεκκύπτω: ἐκκύπτω ὁμοῦ, ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν συνδιεκκύψασα τῇ κεφαλῇ Εὐστ. 1114. 25.

Greek Monolingual

Μ
σκύβω προς τα έξω για να δω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκκύπτω «σκύβω προς τα έξω για να δω»].

Greek Monolingual

Μ
σκύβω προς τα έξω για να δω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκκύπτω «σκύβω προς τα έξω για να δω»].