ἐκκύπτω
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
A peep out of, αἰγείρου Babr.50.13; ἐκ τῶν οἴκων Ant.Lib. 39.6; ἐκκύψασαν ἁλῶναι to be caught peeping out (Reiske for ἐγκ-), Ar.Th.790: generally, pop out, Id.Ec.1052; of a snail's eyes, Teucer ap.Ath.10.455e: metaph., proceed forth, τοῦ νοητοῦ εἰς οὐρανόν Plot. 4.3.15; cf.ἐκκέκυφεν· ἀνωρθώθη (-ωσεν cod.), Hsch.
II trans., put forth, Ael.NA15.21.
Spanish (DGE)
1 asomarse μήτ' ἐκκύψασαν ἁλῶναι ni ser sorprendida asomada a la ventana Ar.Th.790, πόθεν ἐξέκυψας; Ar.Ec.1052, οὐ δυνάμενοι ἐκκῦψαι PPetr.2.1.16 (III a.C.), ὁ δ' Ἥλιος ... ἐκκύψας el sol asomándose por entre las nubes, Babr.18.9 cf. 96.1, 112.5, c. gen. (ἡ ἀλώπηξ) ἐξέκυπτεν αἰγείρου Babr.50.13, c. ἐκ y gen. ἐκ τῶν οἴκων ἐκκύψασα Ant.Lib.39.6
•de los ojos del caracol asomar, sobresalir Teucer Cyz.3
•c. διά y gen. atisbar διὰ τῶν δικτύων LXX Ca.2.9
•fig. ἐκκύψασαι (ψυχαί) τοῦ νοητοῦ tras haberse asomado (las almas) al otro lado de la región inteligible Plot.4.3.15, κακὰ ἐκκέκυφεν ἀπὸ βορρᾶ LXX Ie.6.1.
2 tr. asomar μόνην γὰρ ἐξέκυψε τὴν κεφαλήν Ael.NA 15.21.
German (Pape)
[Seite 765] hervorgucken; πόθεν ἐξέκυψας Ar. Eccl. 1052; übh. hervorragen, ὄμματα ἐκκύπτοντα Ath. X, 455 a; Plut. – Trans., hervorstecken, τὴν κεφαλήν Ael. H. A. 15, 21.
French (Bailly abrégé)
1 se pencher pour regarder au dehors ; se laisser entrevoir, se montrer, apparaître;
2 tr. pencher en dehors : τὴν κεφαλήν la tête.
Étymologie: ἐκ, κύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκύπτω: выглядывать, высовываться (τινός Babr.): ἐκκύψασαν ἁλῶναι Arph. быть застигнутой при выглядывании (из окна); πόθεν ἐξέκυψας; Arph. откуда ты взялся?
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκύπτω: κύπτω ἔξω τινός, κερδὼ παχείας ἐξέκυπτεν αἰγείρου Βαβρ. 50. 13· ἐκκύψασαν ἁλῶναι (πιθ. γραφ. ἀντὶ ἐγκ-), Ἀριστοφ. Θεσμ. 790: - καθόλου, ἐξέρχομαι, ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 1052· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ κοχλίου, ἐξέρχομαι ἔξω, Ἀθήν. 455Ε. ΙΙ. μεταβατ., προσβάλλω, προτείνω, μόνην γὰρ ἐξέκυψε τὴν κεφαλὴν (ὅπερ νῦν διωρθώθη: μόνη γὰρ ἐξέκυψεν ἡ κεφαλή), Αἰλ. π. Ζ. 15. 21.
Greek Monolingual
ἐκκύπτω (AM)
ξεπροβάλλω
αρχ.
1. σκύβω έξω
2. εξέρχομαι
3. εξετάζω.
Greek Monotonic
ἐκκύπτω: μέλ. -ψω, εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω από ένα μέρος, ξετρυπώνω, με γεν., σε Βάβρ.