συνεπερίζω

Revision as of 07:52, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A contend also with, ποταμῷ AP9.709 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπερίζω: συναμιλλῶμαι, συνδιαφιλονικῶ, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 709.

French (Bailly abrégé)

lutter contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπερίζω.

Greek Monolingual

Α
αμιλλώμαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπί + ἐρίζω.

Greek Monotonic

συνεπερίζω: μέλ. -σω, συναγωνίζομαι, φιλονικώ επίσης με, τινί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπερίζω: совместно бороться, соревноваться, состязаться (τινί Anth.).

Middle Liddell

fut. σω
to contend also with, τινί Anth.