συνεπερίζω
English (LSJ)
A contend also with, ποταμῷ AP9.709 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπερίζω: συναμιλλῶμαι, συνδιαφιλονικῶ, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 709.
French (Bailly abrégé)
lutter contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπερίζω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συνεπερίζω: μέλ. -σω, συναγωνίζομαι, φιλονικώ επίσης με, τινί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπερίζω: совместно бороться, соревноваться, состязаться (τινί Anth.).
Middle Liddell
fut. σω
to contend also with, τινί Anth.