συνεξοκέλλω

Revision as of 07:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

intr.,    A run aground together, c. dat., App.BC5.121: metaph., Plu.2.985c.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξοκέλλω: ἀμεταβ., ἐξοκέλλω ὁμοῦ, μεταφ., πορρωτέρω τοῦ πιθανοῦ συνεξοκείλας εἰς τὸν Ὀδυσσέα Πλούτ. 2. 985C.

French (Bailly abrégé)

se laisser détourner en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξοκέλλω.

Greek Monolingual

Α
1. πέφτω στην ξηρά μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μτφ. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξοκέλλω «πέφτω στην ξηρά»].

Russian (Dvoretsky)

συνεξοκέλλω: одновременно поворачивать, уклоняться (εἴς τινα Plut.).