συνεξοκέλλω
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
intr., run aground together, c. dat., App.BC5.121: metaph., Plu.2.985c.
French (Bailly abrégé)
se laisser détourner en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξοκέλλω.
German (Pape)
mit od. zugleich heraustreiben, Plut. Sol. an. 36.
Russian (Dvoretsky)
συνεξοκέλλω: одновременно поворачивать, уклоняться (εἴς τινα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεξοκέλλω: ἀμεταβ., ἐξοκέλλω ὁμοῦ, μεταφ., πορρωτέρω τοῦ πιθανοῦ συνεξοκείλας εἰς τὸν Ὀδυσσέα Πλούτ. 2. 985C.
Greek Monolingual
Α
1. πέφτω στην ξηρά μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μτφ. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξοκέλλω «πέφτω στην ξηρά»].