συνεπωθέω
English (LSJ)
A help to push on, τὸ σιτίον Plu.2.1005a, cf. Gal.Nat.Fac. 3.8; τὸ πορθμεῖον Plu.2.1128c; σ. ἡμᾶς ἐπί τι Arr.Epict.3.7.23:— Med., Ph.2.99.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπωθέω: ἀπὸ κοινοῦ ὠθῶ τι, συνεπωθεῖ τὸ σιτίον Πλούτ. 2. 1005Α, κτλ.· σ. τινα ἐπί τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 28.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
συνεπωθέω: совместно или одновременно проталкивать, толкать вперед (τὸ πορθμεῖον Plut.).