συνομολογία

Revision as of 08:04, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A concession, agreement, Pl.Sph.252a, Lg.966a.

Greek (Liddell-Scott)

συνομολογία: ἡ, τὸ συνομολογεῖν, παραχώρησις, συμφωνία, ταχὺ ταύτῃ τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ συνομολογῶ
συμφωνία, συναίνεση.

Russian (Dvoretsky)

συνομολογία: ἡ соглашение Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομολογία -ας, ἡ [συνομολογέω] instemming.