A = συντέμνω, Suid.
συντομίζω: συντέμνω, Σουΐδ. ἐν λ. συντόμισον, Φώτ.
Α σύντομος(κατά το λεξ. Σούδα) «συντέμνω, συνάγω συντόμως».