συντομίζω

Revision as of 08:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = συντέμνω, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

συντομίζω: συντέμνω, Σουΐδ. ἐν λ. συντόμισον, Φώτ.

Greek Monolingual

Α σύντομος
(κατά το λεξ. Σούδα) «συντέμνω, συνάγω συντόμως».