συντομίζω

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντομίζω Medium diacritics: συντομίζω Low diacritics: συντομίζω Capitals: ΣΥΝΤΟΜΙΖΩ
Transliteration A: syntomízō Transliteration B: syntomizō Transliteration C: syntomizo Beta Code: suntomi/zw

English (LSJ)

= συντέμνω, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

συντομίζω: συντέμνω, Σουΐδ. ἐν λ. συντόμισον, Φώτ.

Greek Monolingual

Α σύντομος
(κατά το λεξ. Σούδα) «συντέμνω, συνάγω συντόμως».

German (Pape)

συντέμνω, Suid.