συρίγγιον

Revision as of 08:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό, Dim. of σῦριγξ,    A little reed or pipe, Plu.2.456a, Artem.4.72: also σῡριγγ-ίδιον, Hero Spir.1.16.    2 hole in a wheel, Hsch.    3 small fistula or ulcer, Hp.Epid.6.8.27.    4 = σῦριγξ 1.4, Dsc.1.13.    5 groove, channel, Ath.Mech.14.10.

German (Pape)

[Seite 1040] τό, dim. von σῦριγξ, kleine Röhre, Sp. – Auch kleines hohles Geschwür, Fistel, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σῡρίγγιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σῦριγξ, μικρὸς κάλαμος, μικρὰ σῦριγξ, παρὰ Πλουτ. 2. 456Α, ἐπὶ μικρᾶς σύριγγος δι’ ἧς ὁρίζεται ἡ φωνή· ὡσαύτως συριγγίδιον, Ἥρων Πνευμ. 170Λ. 2) ἡ ἐν τῷ τροχῷ κεντρικὴ ὀπή, Ἡσύχ. 3) τὸ ἕλκος συρίγγιον, Λατ. fistula, Ἱππ. 1201D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit roseau.
Étymologie: σῦριγξ.

Russian (Dvoretsky)

σῡρίγγιον: τό маленький тростник, дудочка Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῡρίγγιον -ου, τό [σῦριγξ] kleine fistel, pijpzweer.