συσσύρω

Revision as of 08:07, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῡ],    A pull about, LXX 2 Ma.5.16; sweep together, ὀνομάτων συρφετόν Phryn.400.    2 sweep along with one, τοὺς ἀκούοντας, of Carneades compared to a torrent, Numen. ap. Eus.PE14.8.

Greek (Liddell-Scott)

συσσύρω: [ῡ], σύρω ὁμοῦ, συσσωρεύω, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ κεφ. Ε΄, 16), Φρύν. 433.

Greek Monolingual

Α σύρω
1. σαρώνω μαζί, συσσωρεύω («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)
2. τραβώ εδώ κι εκεί («ταῑς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).