σφίγκτωρ

Revision as of 08:12, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ορος, ὁ, poet. for    A σφιγκτήρ 1, ib.233 (Maec.).

Greek (Liddell-Scott)

σφίγκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ σφιγκτήρ, γενύων σφίγκτορ’ ἐϋρραφέα Ἀνθ. Π. 6. 233.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
(ποιητ. τ. αντί σφιγκτήρ) καθετί που σφίγγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].

Russian (Dvoretsky)

σφίγκτωρ: ορος ὁ перевязь, повязка Anth.

Middle Liddell

σφίγκτωρ, ορος, ὁ, [poetic for σφιγκτήρ, Anth.]