σχηματουργία

Revision as of 08:24, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A configuration, of the planets, Cat.Cod.Astr.1.148 (pl.).

Greek Monolingual

ἡ, Α σχηματουργοῡμαι
1. διαμόρφωση, πρόσληψη σχήματος
2. συμβολισμός
3. (για αστέρες) σύμπλεγμα αστέρων.