τανυμήκης

Revision as of 08:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A long-stretched, tall, ἰτέαι AP6.170.

German (Pape)

[Seite 1067] ες, lang gestreckt, schlank, ἰτέαι, Thall. 3 (VI, 170).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνῠμήκης: -ες, ὁ τεταμένος εἰς ὕψος, ὑψηλός, ἰτέαι Ἀνθ. ΙΙ. 6. 170, Χρησμ. Σιβ. 1. 262.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui s’étend en longueur, allongé, élevé, de haute taille.
Étymologie: τανύω, μῆκος.

Greek Monolingual

-ύμηκες, Α
τεταμένος κατά μήκος, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανν- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰσο-μήκης].

Greek Monotonic

τᾰνῠμήκης: -ες (τανύω, μῆκος), εξαιρετικά τεντωμένος, ψηλός, τανυμῆκαι ἰτέαι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠμήκης: вытянувшийся, высокий (ἰτέαι Anth.).

Middle Liddell

τᾰνῠ-μήκης, ες τανύω, μῆκος
long-stretched, tall, ἰτέαι Anth.