ταγηνοστρόφιον

Revision as of 08:39, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A slice for turning things over in a frying-pan, Poll.6.89, 10.98:—written τηγανόστροφον in Hsch. s.v. [[li/<s>trion]].

German (Pape)

[Seite 1063] τό, Werkzeug, in der Pfanne zu rühren, Rührlöffel, Poll. 10, 98.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰγηνοστρόφιον: ἢ τηγανο-, τό, μαγειρικὸν ἐργαλεῖον δι’ οὗ στρέφουσι τὰ τηγανιζόμενα, εἶδος ξυστῆρος, Πολυδ. ϛʹ, 89· καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστριον: «τηγανόστροφον».

Greek Monolingual

τὸ, Α
μαγειρικό σκεύος με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον «τηγάνι» + -στρόφιον (< -στροφος < στρέφω), πρβλ. κλινοστρόφιον.