τετρακόλουρος

Revision as of 08:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A quadruply truncated, Nicom.Ar.2.14, Iamb. in Nic.p.97 P.

German (Pape)

[Seite 1098] vierfach abgestumpft, πυραμίς, Nicom. arithm. 2, 14.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πυραμίδες) ο τέσσερεις φορές κόλουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κόλουρος (πρβλ. δι-κόλουρος)].