τερατολογία

Revision as of 08:49, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A telling of marvels, marvellous tales, Isoc 15.285 (pl.), Str.6.2.4, Ph.1.505, Procl.in Cra.p.55 P., Ps.-Luc.Philopatr.2.

German (Pape)

[Seite 1092] ἡ, Erzählung od. Beschreibung auffallender, wunderbarer Naturerscheinungen, bes. solcher, die man als bedeutungsvolle Vorzeichen betrachtet; τῶν παλαιῶν σοφιστῶν, Isocr. 15, 285; φιλοσόφων, Luc. philop. 2.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτολογία: ἡ, τὸ τερατολογεῖν, τὸ διηγεῖσθαι πράγματα θαυμαστά, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 304, Στράβ. 271, Λουκ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
récit de choses extraordinaires, inventions mensongères, hâblerie.
Étymologie: τερατολόγος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
αφήγηση ή περιγραφή παράδοξων, αλλόκοτων πραγμάτων, παραδοξολογία (α. «λέει συνεχώς τερατολογίες» β. «τὰς τῶν παλαιῶν σοφιστῶν τερατολογίας ἀγαπώντας φιλοσοφεῑν φασιν», Ισοκρ.)
νεοελλ.
1. βιολ. κλάδος της αναπτυξιακής βιολογίας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη τών αιτίων, την ανάπτυξη, την περιγραφή και την ταξινόμηση τών εγγενών διαμαρτιών διάπλασης στα φυτά, στα ζώα και στον άνθρωπο καθώς και με την πειραματική παραγωγή τους
2. πραγματεία σχετική με τα τέρατα
3. χονδροειδής ψευδολογία
αρχ.
περιγραφή τεράτων, θεϊκών σημείων δηλωτικών του μέλλοντος («τὰ χάρεια τῶν κρεῶν σὺν τερατολογίᾳ ἄγουσα», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερατολόγος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. teratology].

Greek Monotonic

τερᾰτολογία: ἡ, εξιστόρηση παράξενων φαινομένων, διήγηση θαυμαστών πραγμάτων, σε Ισοκρ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτολογία: ἡ фантастический рассказ, небылица Isocr., Luc.

Middle Liddell

τερᾰτολογία, ἡ,
a telling of marvels, marvellous tales, Isocr., Luc. [from τερᾰτολόγος]