παραδοξολογία
English (LSJ)
ἡ, tale of wonder, marvel, εἰς π. τοῖς μεθ' ἡμᾶς φῦναι Aeschin.3.132, cf. Plb.3.47.6, 3.58.9, prob. in Phld. Po.5.33 (pl.); love or use of paradox, Plu.2.1071d, Simp.in Ph.50.26.
German (Pape)
[Seite 477] ἡ, Rede von wunderbaren Dingen; εἰς παραδοξολογίαν τοῖς ἐσομένοις μεθ' ἡμᾶς ἔφυμεν, Aesch. 3, 132; ἡ περί τινος, Pol. 3, 47, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 récit de choses incroyables ou extraordinaires;
2 amour du paradoxe.
Étymologie: παραδοξολόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραδοξολογία -ας, ἡ [παράδοξος, λέγω] wonderlijk verhaal.
Russian (Dvoretsky)
παραδοξολογία: ἡ
1 рассказ о чудесном Aeschin., Polyb.;
2 склонность к странным мнениям, любовь к необычному Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παραδοξολογία: ἡ, τὸ παράδοξα λέγειν, εἰς π. τοῖς ἐσομένοις φῦναι Αἰσχίν. 72. 24, πρβλ. Πολύβ. 3. 47, 6., 3. 58, 9· ἡ τῶν παραδόξων ἀγάπη, Πλούτ. 2. 1046Ε.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ παραδοξολόγος
νεοελλ.
1. η περιγραφή απίθανων, φανταστικών πραγμάτων
2. ο παράδοξος λόγος
μσν.-αρχ.
η αφήγηση θαυμαστών, εκπληκτικών πραγμάτων
αρχ.
η προτίμηση ή η χρήση τών θαυμαστών πραγμάτων.
Greek Monotonic
παραδοξολογία: ἡ, λόγια παράδοξα, κουβέντες παράλογες, σε Αισχίν.
Middle Liddell
παραδοξολογία, ἡ,
a tale of wonder, marvel, Aeschin. [from παραδοξολόγος