τετράτροπος

Revision as of 08:49, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἐνιαυτός,    A with four turning-points, PMag.Lond. 122.79.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
τετραπλός
αρχ.
αυτός που έχει τέσσερεις εποχές («κόσμον ἅπαντα τρέπουσα τετράτροπον εἰς ἐνιαυτόν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τρόπος (πρβλ. πεντά-τροπος)].