τμητοσίδηρος
English (LSJ)
[ῐ], ον, A cut down with iron, ὕλη AP14.19.
German (Pape)
[Seite 1123] mit Eisen geschnitten, abgehauen, ὕλη, Aenigm. 27 (XIV, 19).
Greek (Liddell-Scott)
τμητοσίδηρος: [ῑ] -ον, ὁ σιδήρῳ τμηθείς, σιδηρότμητος, εἶδον ἐγώ ποτε θῆρα δι’ ὕλης τμητοσιδήρου... τρέχοντα Ἀνθ. Π. 14. 19.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
τμητοσίδηρος: [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τμητοσίδηρος: срубленный железом (ὕλη Anth.).