τράγαινα

Revision as of 08:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰγ], ἡ,    A hermaphrodite, Arist.GA770b35.

German (Pape)

[Seite 1132] ἡ, eine unfruchtbare Zwitterziege, Arist. gen. an. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

τράγαινα: [ᾰ], ἡ, αἲξ ἔχουσα θήλεος καὶ ἄρρενος αἰδοῖον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4. 15.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ερμαφρόδιτη κατσίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -αινα (πρβλ. λέ-αινα, ύ-αινα)].

Russian (Dvoretsky)

τράγαινα: ἡ яловая коза Arst.