τρίσταθμος

Revision as of 09:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A thrice the weight, Agatharch. 96.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσταθμος: -ον, τριπλοῦς, τριπλάσιος τὸ βάρος, τὸν χαλκὸν πρὸς τὸν χρυσὸν τρίσταθμον ἀλλάττονται Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 458.

Greek Monolingual

-ον, Α
τριπλάσιος σε βάρος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σταθμος (< σταθμός ή στάθμη), πρβλ. βαρύ-σταθμος].