τιτθεία

Revision as of 09:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A nursing, D.57.42, Sor.1.88.

German (Pape)

[Seite 1120] ἡ, das Säugen der Amme, Ammendienst, Dem. 57, 42.

Greek (Liddell-Scott)

τιτθεία: ἡ, τιθήνησις, ἐπιμέλεια, ἀπὸ ταύτης τῆς τιτθείας Δημ. 1312. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
allaitement ; soins à un enfant.
Étymologie: τίτθη.

Greek Monolingual

ἡ, Α τιτθεύω
η επιμέλεια της ανατροφής κάποιου.

Greek Monotonic

τιτθεία: ἡ, ενέργεια τροφού, επιμέλεια, γαλουχία, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τιτθεία: ἡ кормление грудью Dem.

Middle Liddell

τιτθεία, ἡ,
an acting as a nurse, nursing, Dem. [from τιτθεύω

English (Woodhouse)

wet nursing