γαλουχία

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλουχία Medium diacritics: γαλουχία Low diacritics: γαλουχία Capitals: ΓΑΛΟΥΧΙΑ
Transliteration A: galouchía Transliteration B: galouchia Transliteration C: galouchia Beta Code: galouxi/a

English (LSJ)

suckling, Gp.16.21.7:

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
lactancia, crianza περὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς γαλουχίας Diad.Perf.86, τῆς γαλουχίας ὁ χρόνος Gp.16.21.7.

German (Pape)

[Seite 472] ἡ, = γαλακτουχία, Geop.

Greek Monolingual

η (AM γαλουχία)
διατροφή του βρέφους κατά τους πρώτους μήνες με μητρικό γάλα
νεοελλ.
πνευματική ή ηθική διδασκαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + -ουχία < -ουχος < έχω].