τιθήνημα

Revision as of 09:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A nursling, E.Hyps.Fr.60i 10; ῥόδα τ. ἔαρος Chaerem.13.2.

German (Pape)

[Seite 1113] τό, das Aufgezogene, der Zögling, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 e.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθήνημα: τό, θρέμμα, τέκνον, ἐπὶ εὐανθοῦς ῥόδου, τιθήνημ’ ἔαρος ἐκπρεπέστατον Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Ε.

Greek Monolingual

τὸ, Α τιθηνῶ
Α 1. θρέμμα, τέκνο
2. μτφ. ολάνθιστο ρόδο («τιθήνημ' ἔαρος ἐκπρεπέστατον», Χαιρήμ.).