τρανότης

Revision as of 09:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A clearness, plainness, Ph. 2.185, Muson.Fr.4p.19H., Plu.2.720e: pl., τῆς σελήνης Ph.2.61, cf. Plot. 1.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱνότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ τρανοῦ, σαφήνεια, εὐκρίνεια, καθαριότης (φωνῆς ἢ ἀκοῆς), Πλούτ. 2. 720Ε, Φίλων, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
clarté, éclat (du son).
Étymologie: τρανός.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱνότης: ητος ἡ ясность, определенность Plut.