καθαριότης

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαριότης Medium diacritics: καθαριότης Low diacritics: καθαριότης Capitals: ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: kathariótēs Transliteration B: kathariotēs Transliteration C: kathariotis Beta Code: kaqario/ths

English (LSJ)

later for καθαρειότης.

German (Pape)

[Seite 1281] ητος, ἡ, die Reinheit, Reinlichkeit, Sauberkeit; Plat. Epin. 984 a; κεκοσμημένη τὸ σῶμα καθαριότητι Xen. Mem. 2, 1, 22; vgl. Arist. Eth. 10, 5; im Gegensatz von τὸ πολυτελές Plut. Crass. 3, wie von αἱ δαπάναι Ath. XII, 542 c, vgl. καθάρειος. – Vom Styl, καὶ εὐτέλεια Plut. Lyc. 21.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 propreté, pureté;
2 décence, mesure.
Étymologie: καθάριος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαριότης -ητος, ἡ zie καθαρειότης.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθᾰριότης: ητος ἡ
1 чистота, чистоплотность, опрятность, Her., Xen., Plat.;
2 четкость, ясность (εὐρυθμία καὶ κ. Plut.): διαφέρει ἡ ὄψις ἁφῆς καθαριότητι Arst. зрение отличается от осязания (большей) четкостью;
3 благопристойность, безукоризненность (κ. καὶ φιλοφροσύνη Plut.).

Greek Monotonic

κᾰθᾰριότης: -ητος, ἡ, καθαριότητα, αγνότητα, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καθᾰριότης: ἢ καθαρειότης, ητος, ἡ, ὡς καὶ νῡν, Λατιν. mundititae, Ἡρόδ. 2. 37, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· διαύγεια, διαφέρει ἡ ὄψις ἀφῆς καθαρειότητι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 7, πρβλ. 10. 7,3· τοῦ ἀέρος Θεόφρ. π. Αἰσθ. 48· εὐπρέπεια, λιτότης καὶ ἁπλότης βίου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πολυτελές, Πλουτ. Κράσσ. 3, Ἀθήν. 542C· οὕτως ἐπὶ συνομιλίας, «ἡ δὲ περὶ τὰς ᾠδὰς καὶ τὰ μέλη παίδευσις οὐχ ἧττον ἐσπουδάζετο τῆς ἐν τοῖς λόγοις εὐτελείας καὶ καθαριότητος» Πλουτ. Λυκοῦργ. 21. - Πρβλ. καθάρειος.

Middle Liddell

κᾰθᾰριότης, ητος,
cleanliness, purity, Hdt., Xen.