ὁ, A hair-band, Hsch. s.v. ἄμπυξ.
τρῐχόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῶν τριχῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ᾄμπυξ.
ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «δεσμός τριχῶν, ἄμπυξ».[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + δεσμός (πρβλ. κεφαλό-δεσμος)].