τρυμάτιον
English (LSJ)
τό, Dim. of τρῦμα, EM752.51 (τρυμμ-, prob. A f.l. for τρημάτιον).
Greek (Liddell-Scott)
τρῡμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρῦμα. τὰ ἄνω τρυμάτια τοῦ ἐπὶ τῷ ἰστῷ ὀργάνου Ἐτυμ. Μέγ. 752, 52. ἐν λ. τερθρεία.
Greek Monolingual
τὸ, Α [[τρῡμα, τρύματος]]
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) υποκορ. του τρύμα.