τρημάτιον
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
English (LSJ)
τό, Dim. of τρῆμα 1.1, Hero Spir.1.18, al., Sever. ap. Aët7.87.
Greek (Liddell-Scott)
τρημάτιον: τό, ὑποκορ. τρῆμα, Ἥρων ἐν Βελοπ. σ. 124C, κτλ., Ψελλ. Ἐγκώμ. τῆς φθειρὸς σ. 87, 7, Boiss., Σουΐδ. ἐν λέξ. τερθρείας, κτλ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ τρῆμα, -ατος]
υποκορ. του τρήμα.
German (Pape)
τό, dim. von τρῆμα, Vetera Lexica.