τρύμα

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύμα Medium diacritics: τρύμα Low diacritics: τρύμα Capitals: ΤΡΥΜΑ
Transliteration A: trýma Transliteration B: tryma Transliteration C: tryma Beta Code: tru/ma

English (LSJ)

v. πόνος, Theognost. Can. 24.

Greek Monolingual

το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ τρύω
οπή που έχει προκύψει από τριβή
νεοελλ.
βοτ. δρύπη της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το ενδοκάρπιο
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) «πόνος».