φάσσιον

Revision as of 09:23, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό, =    A palumbina, Gloss.

Greek Monolingual

το, ΜΑ, και αττ. τ. φάττιον Α φάσσα / φάττα
1. υποκορ. του φάσσαἀλεκτρυόνιον, φάττιον, περδίκιον», Αθαν.)
2. κολακευτικό όνομα («νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζεται», Αριστοφ.).