ἡ, A corruption, mischief, Hp.Jusj.
φθορία: ἡ, διαφθορά, βλάβη, κακὸς σκοπός, Ἱππ. Ὅρκ.
ἡ, Αφθορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά (ή φθόρος) + κατάλ. -ία (πρβλ. ὀλεθρ-ία: ὄλεθρος)].