φθορία

Revision as of 09:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A corruption, mischief, Hp.Jusj.

Greek (Liddell-Scott)

φθορία: ἡ, διαφθορά, βλάβη, κακὸς σκοπός, Ἱππ. Ὅρκ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
φθορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθοράφθόρος) + κατάλ. -ία (πρβλ. ὀλεθρ-ία: ὄλεθρος)].