φιλόδακρυς

Revision as of 09:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

υ, gen. υος,    A loving tears, given to weeping, Poll.2.63, 6.202.

German (Pape)

[Seite 1279] υ, thränenliebend, gern oder oft weinend.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδακρυς: υ, γενικ. -υος, ὁ φιλῶν τὰ δάκρυα, ἀγαπῶν τὰ δάκρυα, ἀγαπῶν νὰ δακρύῃ, Πολυδ. Β΄, 63, Ϛ΄, 202, Ἐκκλ.· φ. πόλεμος, ὁ πολλὰ δάκρυα προξενῶν, Βυζ.· ― ὡσαύτως φιλοδάκρυος, ον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 107· καὶ φιλοδάκρῡτος, ον, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 580.

Greek Monolingual

-υ, ΜΑ
αυτός που κλαίει συχνά και εύκολα, κλαψιάρης
μσν.
(για γεγονότα και καταστάσεις) αυτός που γίνεται αιτία για δάκρυα, που προκαλεί δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύ-δακρυς].