ά, όν, A = χλιαρός, Hsch.
φλιᾰρός: -ά, -όν, = χλιαρός, Ἡσύχ.
-ά, -όν, Α(κατά τον Ησύχ.) «χλιαρός».[ΕΤΥΜΟΛ. < φλίω + επίθημα -αρός (πρβλ. χλι-αρός), βλ. λ. φλίω.