φοράς

Revision as of 09:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

άδος, ἡ,    A fruitful, Thphr.HP4.16.2.    II Subst., brood-mare, PHolm.2.32, 9.11, PLond.1821.81, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1299] άδος, ἡ, tragbar, fruchtbar, trächtig, schwanger, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

φοράς: -άδος, ἡ, φέρουσα καρπόν, καρποφοροῦσα, καρποφόρος, γόνιμος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2. ΙΙ. «φοράδα», «φοράς, φοράδος ἡ ἵππος, θηλυκῶς» Σουΐδ.· ― ἐντεῦθεν ὑποκοριστ. φοράδιον, τό, Λατ. jumentum, Λεοντ. Τακτ. 18, § 53, Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 43.