φοινικοβάλανος

Revision as of 09:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[βᾰ], ἡ,    A palm-nut, i. e. date, the fruit of the date-palm, Plb.12.2.6, 26.1.8, Dsc.1.109, Gal.6.779, IG22.1013.20.

German (Pape)

[Seite 1296] ἡ, die Palmfrucht, eigtl. die Palmeichel, d. i. Dattel, Pol. 12, 2,6.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκοβάλᾰνος: ἡ, ὁ καρπὸς τοῦ φοίνικος, «χουρμᾶς», Πολύβ. 12. 2, 6., 26. 10, 9, Διοσκ. 1. 14, 8, Συλλ. Ἐπιγραφ. 123. 20.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fruit (litt. gland) du palmier, datte.
Étymologie: φοῖνιξ², βάλανος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
ο καρπός του φοίνικα, ο χουρμάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + βάλανος «βαλανίδι»].

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκοβάλᾰνος:φοῖνιξ III] плод финиковой пальмы, финик Polyb., Plut.