φλυκτίς

Revision as of 10:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ίδος (but acc. pl.    A φλύκτεις Dsc.2.101), ἡ, = φλύκταινα, Thphr.Ign.39; boil, LXX Ex.9.9, Gal.13.357.

German (Pape)

[Seite 1293] ίδος, ἡ, = φλύκταινα, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φλυκτίς: -ίδος, ἡ, = φλύκταινα, Ἱππ. 673. 37, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 39, Γαλην. τ. 19, σ. 433, 4.

Greek Monolingual

και φλοκτίς, -ίδος, ἡ, ΜΑ
φλεγμονώδες πυώδες εξοίδημα του δέρματος, φλύκταινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα bhl-u- του ρ. φλύω με λαρυγγική παρέκταση -γ- (βλ. και λ. φλύω) και επίθημα -τι-ς (πρβλ. κύσ-τι-ς), βλ. και λ. φλύκταινα.