φυτευτέον
English (LSJ)
A one must plant, ib.3.3.2: neut. pl. φυτευτέα Poll.1.226.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φυτεύω, δεῖ φυτεύειν, Γεωπον. 3. 3, 2· ὡσαύτως ἐν τῷ οὐδ. πληθ., φυτευτέα Πολυδ. Α΄, 226.
A one must plant, ib.3.3.2: neut. pl. φυτευτέα Poll.1.226.
φῠτευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φυτεύω, δεῖ φυτεύειν, Γεωπον. 3. 3, 2· ὡσαύτως ἐν τῷ οὐδ. πληθ., φυτευτέα Πολυδ. Α΄, 226.