φύος

Revision as of 10:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = φύτευμα, Hsch. (φυός cod.).

Greek (Liddell-Scott)

φύος: τό, «φύτευμα, γέννημα» Ἡσύχ. (ἔνθα φέρεται φυός), πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 290.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φύτευμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- του ρ. φύω / φύομαι (για τη μορφή του θ. βλ. λ. φύω). Η ύπαρξη του σιγμόληκτου αυτού ουδ. θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα σύνθ. σε -φυής (πρβλ. μεγαλο-φυής). Ο τ. φύος, ωστόσο, απαντά μόνο στον Ησύχ.].