χαλκοθέσιον
English (LSJ)
τό, A boiler-room in baths, POxy.2146.5 (iii A. D.), Stud.Pal.20.230 (iv A. D.).
Greek Monolingual
τὸ, Α
πιθ. αίθουσα όπου βρισκόταν ο λέβητας λουτρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -θέσιον (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ἐλαιο-θέσιον, θεσμοθέσιον].