χειράγρα

Revision as of 10:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A gout in the hand, Asclep. ap. Gal.13.1026. Ptol.Tetr. 153 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1344] ἡ, die Lähmung der Hand durch die Gicht, die Handgicht, wie ποδάγρα gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

χειράγρα: ἡ, ἀρθρῖτις κατὰ τὴν χεῖρα, Λατ. chiragra, καὶ παρὰ Λατ. ποιηταῖς cheragra, Γλωσσ. πρβ. ποδάγρα.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
αρθρίτιδα του άκρου χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ-άγρα). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chiragra, γαλλ. chiragre].