χιονοβόλος

Revision as of 10:22, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A snowy, χ. ὥρα Plu.2.182e.    II χιονόβολος, ον, snow-covered, ὄρη Str.9.2.25; cf. χιονόβλητος.

German (Pape)

[Seite 1356] Schnee werfend, schneiend, ὥρα Plut. reg. apophth. p. 107; – χιονόβολος, mit Schnee beworfen, beschnei't, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοβόλος: -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, χιονώδης, χιονοβόλος ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, χιονόβλητος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. χιονόβατος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui répand ou amène la neige.
Étymologie: χιών, βάλλω.

Greek Monolingual

-α, -ο / χιονοβόλος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που ρίχνει χιόνι, που χιονίζει
νεοελλ.
φρ. «χιονοβόλος ημέρα» — ημέρα κατά την οποία χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο-βόλος, χαλαζο-βόλος.

Russian (Dvoretsky)

χιονοβόλος: сыплющий снегом, т. е. снежный (ὥρα Plut.).