χλιδανός

Revision as of 10:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν, Aeol. χλίδᾰνος [ῐ], α, ον,    A luxurious, delicate, voluptuous, Sapph. Supp.21.8; χλιδανῆς ἥβης τέρψιν A.Pers.544 (anap.); ἑταίρα E.Cyc. 500 (lyr.); of Alcibiades, Plu.Alc.23; cf. χλιδή sub fin.

German (Pape)

[Seite 1359] weichlich, zärtlich, schwelgerisch; Aesch. Pers. 536; χλιδανῆς ἔχων ἑταίρας βόστρυχον Eur. Cycl. 497; u. in späterer Prosa, wie Plut. Alcib. 23; – adv., Poll.

Greek (Liddell-Scott)

χλῐδᾰνός: -ή, -όν, τρυφηλός, τρυφερός, χλιδανῆς ἥβης τέρψιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 544· χλιδανῆς ἑταίρας βόστρυχον Εὐρ. Κύκλ. 500· ἐπὶ τοῦ Ἀλκιβιάδου, Πλουτ. Ἀλκ. 23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mou, efféminé.
Étymologie: χλιδή.

Greek Monolingual

-ή, -όν, και χλίδανος, -α, -ον, Α
τρυφηλός, φιλήδονος, ηδυπαθής («χλιδανῆς... ἑταίρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα -ανός (πρβλ. στεγ-ανός, τραγ-ανός)].

Greek Monotonic

χλῑδᾰνός: -ή, -όν (χλιδή), πολυτελής, τρυφηλός, φιλήδονος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χλῐδᾰνός: любящий наслаждения, сладострастный, изнеженный (ἥβη Aesch.; ἕταιρα Eur.; Ἀλκιβιάδης Plut.).

Middle Liddell

χλῐδᾰνός, ή, όν χλιδή
luxurious, delicate, voluptuous, Aesch., Eur.